- καταβρέχομαι
- καταβρέχομαι1καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 322καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113——————Σημειώσεις:καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής.Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια → βρέχομαι σε όλη μου την έκταση (η άσφαλτος πρέπει να καταβρεχτεί), ενώ οι τύποι καταβράχηκα, να καταβραχώ κτλ. έχουν την έννοια → βρέχομαι υπερβολικά, μουσκεύομαι (δεν πήρα μαζί μου ομπρέλα και καταβράχηκα).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.