καταβρέχομαι

καταβρέχομαι
καταβρέχομαι
1
καταβρέχτηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 32
2
καταβράχηκα, καταβρεγμένος βλ. πίν. 113
——————
Σημειώσεις:
καταβρέχομαι : στην παθητική φωνή ξεχωρίζουν οι σημασίες του ρήματος και από άποψη μορφής.
Οι τύποι καταβρέχτηκα, να καταβρεχτώ κτλ. έχουν την έννοια βρέχομαι σε όλη μου την έκταση (η άσφαλτος πρέπει να καταβρεχτεί), ενώ οι τύποι καταβράχηκα, να καταβραχώ κτλ. έχουν την έννοια βρέχομαι υπερβολικά, μουσκεύομαι (δεν πήρα μαζί μου ομπρέλα και καταβράχηκα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταβρέχομαι — καταβρέχω drench pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύομαι — (Α) (επιτατ. τού ύομαι) καταβρέχομαι («καθύομαι σφοδροῑς ὄμβροις», Στέφ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὕομαι «βρέχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταιονούμαι — καταιονοῡμαι, έομαι (Α) καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον άω / ῶ, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε έομαι / οῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • μουσκίδι — το το αποτέλεσμα τού μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμο («γίνομαι μουσκίδι» καταβρέχομαι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. τού μόσχος (για τη σημ. τής λέξης βλ. μουσκεύω)] …   Dictionary of Greek

  • παπί — το 1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι 2. φρ. «γίνομαι παπί» καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *παππ ίον υποκορ. τού πάππος* «είδος πουλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”